νταραβερίζομαι

νταραβερίζομαι
νταραβερίζομαι, νταραβερίστηκα βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νταραβερίζομαι — [νταραβέρι] 1. έχω εμπορικές συναλλαγές, έχω δοσοληψίες με κάποιον («νταραβερίζεται με όλο τον γνωστό επιχειρηματικό κόσμο») 2. μτφ. α) (γενικά) έχω σχέσεις με κάποιον β) (ειδικά) έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («νταραβερίζεται με πολλούς») …   Dictionary of Greek

  • νταραβερίζομαι — νταραβερίστηκα, έχω δοσοληψίες, σχέσεις: Nταραβερίζεται με πολλούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”